κοσμέω

κοσμέω
κοσμ-έω,
A order, arrange, esp. set an army in array, marshal it, Il.14.379;

κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας 2.554

:—[voice] Pass.,

ἐπεὶ κόσμηθεν ἅμ' ἡγεμόνεσσιν ἕκαστοι 3.1

; πένταχα κοσμηθέντες marshalled in five bodies, 12.87; of a population,

διὰ τρίχα κοσμηθέντες 2.655

; once in Od., of hunters,

διὰ δὲ τρίχα κοσμηθέντες 9.157

:—[voice] Med., κοσμησάμενος πολιήτας having arranged his men, Il.2.806; so after Homer, κ. στρατόν (v.l. for κοιμήσων) E.Rh.662;

τάξεις κεκοσμημέναι X.Cyr.2.1.26

, cf. Pl.Phdr.247a;

ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Hdt.9.31

.
2 generally, arrange, prepare,

δόρπον ἐκόσμει Od. 7.13

;

κ. ἀοιδήν η Bacch.59

;

ἔργα Hes.Op.306

;

στέφανον E.Hipp.74

;

τράπεζαν X.Cyr.8.2.6

;

εἰς τάφον λέβητα S.El.1401

:—[voice] Pass.,

δεῖπνον κεκόσμηται Pi.N.1.22

; δεῖ οὕτω κοσμηθῆναι ὅκως . . Democr.266
; τὸ κοσμηθὲν αἷμα, = τὸνοἰκεῖον κόσμον κτησάμενον, Gal.5.551.
II order, rule,

τὴν πόλιν κ. καλῶς τε καὶ εὖ Hdt.1.59

, cf. S.Aj.1103;

Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει E.Fr.723

(anap.); κ. ἐμαυτόν restrain myself, Id.Hyps.Fr.34(60).46;

τὰ ἄλλα ἐκεκοσμέατό οἱ Hdt.1.100

;

τόν γε νοῦν κοσμοῦντα πάντα κοσμεῖν Pl.Phd.97

c:—[voice] Pass., τὰ κοσμούμενα orderly institutions, S.Ant.677: [tense] pf.part., of persons, orderly,

ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος Pl.Lg.716a

;

τεταγμένον τε καὶ κ. πρᾶγμα Id.Grg. 504

a.
2 in Crete, hold office of

κόσμος 111

,

οἱ κεκοσμηκότες Arist. Pol.1272a35

, cf. Plb.22.15.1
; Cret. [full] κοσμίω Leg.Gort.1.51, etc.; also κορμίω (q.v.).
III adorn, equip, dress, esp. of women, h.Hom. 6.11, Hes.Op.72;

κοσμῆσαί τινα πανοπλίῃ Hdt.4.180

;

τριπόδεσσι κ. δόμον Pi.I.1.19

;

τινὰ πλούτῳ ὑπερβάλλοντι Hdn.3.10.6

: c. dupl. acc.,

πρίν σε νυμφικὸν ἰστέφανον κοσμήσαμεν JRS17.51

(Phrygia, iv A. D.):—freq. in [voice] Med., κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς to adorn their heads, Hdt.7.209;

κοσμεῖσθαι σῶμα ὅπλοις E.Ph.1359

; ἐν φοινικίσι κοσμησάμενοι having decked themselves, Pl.Com.208:—[voice] Pass.,

χρυσῷ κοσμηθεῖσα h.Ven.65

;

παῖσα δ' Ἄρῃ κεκόσμηται στέγα Alc.15.1

;

ἵπποι κεκοσμημένοι ὡς κάλλιστα Hdt.7.40

;

κεκ. ἐσθῆτι ποικίλῃ καὶ χρυσοῖσι στεφάνοις Pl.Ion535

d, cf. S.Ph.1064, Th.6.41, etc.
2 metaph., adorn, embellish,

λόγους E.Med.576

;

λόγους ῥήμασί τε καὶ ὀνόμασι κεκοσμημένους Pl.Ap.17

c;

τραγικὸν λῆρον Ar.Ra.1005

; κ. ἔργον ἄριστον ib.1027;

τὸ λογικὸν ἔχεις ἐξαίρετον, τοῦτο κόσμει Arr.Epict.3.1.26

;

λόγον εὐρυθμίαις Isoc.5.27

;

αὑτὸν λόγοις Pl.La.196

b, cf. 197 c;

ἐπὶ τὸ μεῖζον κ. Th.1.21

; τὸν . . τὴν ἐκείνων ἀρετὴν κοσμήσοντα (in speaking) D.18.287
:—[voice] Pass.,

ἦθος σεμνότητι -μημένον Phld.Acad.Ind. p.52

M.
3 honour, λουτροῖς σ' ἐκόσμης' S.El.1139;

κ. τάφον Id.Ant. 396

;

νέκυν E.Tr.1147

;

κ. καὶ τιμᾶν X.Cyr.1.3.3

; of persons, adorn, be an honour to,

πατρίδα Thgn.947

;

νᾶσον εὐκλέα Pi.N.6.46

;

Σαλαμῖνα κ. πατρίδα E.Fr.530.3

; [

τὴν πόλιν] αἱ τῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν Th.2.42

.
4 bury, JHS25.172, al. ([place name] Isauria).
IV [voice] Pass., to be assigned, ascribed to,

ἐς τὸν Αἰγύπτιον νομὸν αὗται [αἱ πόλεις] ἐκεκοσμέατο Hdt.3.91

;

ἐς Πέρσας κεκοσμέαται Id.6.41

; esp. of philosophic schools,

κατὰ τὴν Ἀκαδημίαν κοσμεῖσθαι S.E.P.1.231

;

οἱ κατὰ διαφόρους αἱρέσεις κοσμούμενοι Id.M.11.77

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοσμεῖσθε — κοσμέω order pres imperat mp 2nd pl (attic epic) κοσμέω order pres opt mp 2nd pl (epic ionic) κοσμέω order pres ind mp 2nd pl (attic epic) κοσμέω order imperf ind mp 2nd pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμεῖτε — κοσμέω order pres imperat act 2nd pl (attic epic) κοσμέω order pres opt act 2nd pl κοσμέω order pres ind act 2nd pl (attic epic) κοσμέω order imperf ind act 2nd pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκοσμημένα — κοσμέω order perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκοσμημένᾱ , κοσμέω order perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκοσμημένᾱ , κοσμέω order perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκόσμησθε — κοσμέω order perf imperat mp 2nd pl κοσμέω order perf ind mp 2nd pl κοσμέω order plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμῇ — κοσμέω order pres subj mp 2nd sg κοσμέω order pres ind mp 2nd sg κοσμέω order pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμήσουσιν — κοσμέω order aor subj act 3rd pl (epic) κοσμέω order fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κοσμέω order fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμήσω — κοσμέω order aor subj act 1st sg κοσμέω order fut ind act 1st sg κοσμέω order aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκοσμηκότα — κοσμέω order perf part act neut nom/voc/acc pl κοσμέω order perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκοσμημέναι — κοσμέω order perf part mp fem nom/voc pl κεκοσμημένᾱͅ , κοσμέω order perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκοσμημένον — κοσμέω order perf part mp masc acc sg κοσμέω order perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκοσμημένω — κοσμέω order perf part mp masc/neut nom/voc/acc dual κοσμέω order perf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”